- μονόξυλος
- -η, -ο (ΑΜ μονόξυλος, -ον)1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν)τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις διαπλέουσιν ἄνω καί κάτω», Ιπποκρ.β. «ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι τοῑς μονοξύλοις», Αριστοτ.)αρχ.1. ο κατασκευασμένος μόνο από ξύλο2. μονοκόμματος, κατασκευασμένος από ένα κομμάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ξυλος (< ξύλον)].
Dictionary of Greek. 2013.